|
прям., перен. змеиный; змеевидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово змеиный? — φιδίσιος как на (ново)греческом будет слово змеевидный? — φιδίσιος как с (ново)греческого переводится слово φιδίσιος? — змеиный, змеевидный — μόρφωση — σκορδόπιστος — αραπόπουλο — λιποθύμημα — οργανοειδής — διευρύνομαι — κοντανασαίνω — αλληλόδεσμος — μυλοδεξαμενή — χονδρέμπορας — ζοφερότητα — γυναικοφιλία — νικώ — απορράβω — αναρμόδιος — βωλοστροφία — μιλιταριστής — χαλυβόχρους — εξύψωση — αμανές — αχόλιαγος |
|||