|
притеснять; угнетать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притеснять? — στεναχωρώ как на (ново)греческом будет слово угнетать? — στεναχωρώ как с (ново)греческого переводится слово στεναχωρώ? — притеснять, угнетать — μεροληπτώ — ενεργειοκρατία — αψιδωτός — αιώνας — γίγκλα — κατευναστικός — σκηνοποιός — νεοζωϊσμός — γιρούσι — άλιαστος — κουδουνάω — αμβλύνομαι — σύρτις — αναφτεριάζω — εξολόθρεμα — αγγρκρώνω — γενίκεψη — αργοπατώ — Σουηδός — κατοικοεδρεύω — γαμπιέρης |
|||