|
ο с.-х. прививка, окулировка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прививка? — ενοφθαλμισμός как на (ново)греческом будет слово окулировка? — ενοφθαλμισμός как с (ново)греческого переводится слово ενοφθαλμισμός? — прививка, окулировка — επιλήψιμο — σιδηροβιομήχανος — καστορέλαιον — αγγλοθρεμμένος — πατριωτικός — δασιασμένος — λεκτικός — βοσκηματώδης — ρημαδιό — ράσπα — συλλογεύς — πραγματιστικός — τσακωμός — κάμωμα — αλησμονιάρης — λεβεντιά — ταχυδρομείο — φιλο- — συσχετισμός — σκιαζάρα — ολομερής |
|||