|
венесуэльский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово венесуэльский? — βενεζουελανός как с (ново)греческого переводится слово βενεζουελανός? — венесуэльский — αρχαιοπρεπής — σφαμός — ξαγναντευτής — ελληνόφωνος — ασυμμάζευτος — αμφίεδρος — χορταρικά — ατρούχιστος — κρεοφαγία — φυλακάτορας — δίστηλος — αυτοτυπία — ολιγοσαρκία — έτυχον — χρυσός — άσμιγος — θυμάμαι — ατιμωτικά — βραβευμένος — χίλιοι — γκλιγκλίζω |
|||