|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καυλωμένος? — — διατείνουσα — κεραμευτικός — σφαιρομετρία — λιγομάρα — στεφανιαίος — συμβιβαστικότητα — ανασκολοπίζω — βαθύνους — εγερσιμότητα — απαντητικό — τρέχω — ζενίθιος — οκτάτομος — σκιέρ — μυδόσουπα — γαλακτοδοχείο — αυτοδοξάζομαι — σχιστότης — εξαχρείωση — κοκτέϊλ — χοροστάσι |
|||