|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουτυρόπαιδο? — — ανδρών — ξέμετρο — άκρος — όγδοο — καλοκάρδισμα — σέρβικα — οδόμετρο — μαυράκι — εγκοπή — κοίλανση — παραπληρώνω — πρωτομάστορης — εξόφθαλμος — ξανά — αριοδάφνη — φουμίζω — Κρυσταλλία — αριστερό — ενεχυρίαση — σπανιότητα — μηδενισμός |
|||