|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δακτυλογραφέσσα? — — κολλητά — αντεγκαλώ — πριγκιπάτο — φυσώ — εργοδότις — μελωμένος — στενόρρινοι — ξυλόστρωτο — εξειλιγμένος — νοσταλγία — αποχώρημα — δός — ντέ — γυναικωνίτης — απόκρυφο — σπόριασμα — επικαλώ — αγυρτεία — κρυπτογραφικός — παστεριώνω — καλοπαντρεύομαι |
|||