|
η щелчок; κάνω ~ες — щёлкать; χτυπώ ~ στή μύτη (στό κούτελο) — щёлкать по носу (по лбу) ; κάνω ~ες μέ τά δάχτυλα — щёлкать пальцами; === κάνω ~ες — производить впечатление, иметь успех #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щелчок? — στράκα как с (ново)греческого переводится слово στράκα? — щелчок — χλεμπόνα — εκμαυλίστρια — γραμματοσημεμπορία — λυπώ — ζούφιος — καταστηματαρχίνα — αχαλινάρωτος — νεφελοσκεπής — αναπολούμενος — νάρκη — αναχοχλακίζω — συγχώρεση — ωρίμανση — ξόμπλι — θέμα — Χ — μυωξός — ξεστουπώνω — μπόρεση — φιλόδοξος — κιτρολέμονο |
|||