|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ποτοαπαγόρευση? — — βέσπα — ακαταγώνιστος — ραβδί — αναπαριστάνω — φούρκισμα — ανθοστολισμός — ξεμακραίνω — μολύβδωση — φωτοχρωμία — όθε — ανικανοποίηση — αλγεβρικός — επίμεπτος — βωμολοχία — οινοπνευματομετρία — σπονδύλωση — ολονυχτίς — κουνουπιδόσουπα — κατάδηλος — άκμονας — αστήριχτος |
|||