Новогреческий словарь
σατινάρω
σατινάρω
(αόρ. σατινάρισα)
сатинировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сатинировать
? —
σατινάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σατινάρω
? — сатинировать
#
(ново)греческий словарь
—
αγουστέλα
—
ανασυνταγμένος
—
σκυθρωπασμένος
—
κηλιδώνομαι
—
κρυφοβλέπω
—
απροσχημάτιστος
—
δίοδος
—
μπάντζο
—
ανοσιούργημα
—
άγνοια
—
σουίτα
—
υπομνηματισμός
—
ανυπόχρεος
—
οπισθοφυλακή
—
παραχαράσσω
—
λαθροχέρης
—
περίαπτο
—
εθνικοποίηση
—
οξύμωρο
—
θαυμαστά
—
τετράμηνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве