Новогреческий словарь
σατινάρω
σατινάρω
(αόρ. σατινάρισα)
сатинировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сатинировать
? —
σατινάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σατινάρω
? — сатинировать
#
(ново)греческий словарь
—
εμπλήρωση
—
ντοκουμέντο
—
τεμπελόσκυλο
—
εξαπλασίαση
—
εμπέτασμα
—
γκρεμιστής
—
αβροδίαιτος
—
ξυλουργώ
—
νόστιμα
—
πλευρίτης
—
αλαργινά
—
ξενύχτισμα
—
αλληλοσφάζομαι
—
χαρισματικός
—
αστερισμός
—
σπληνάντερο
—
απλώστρα
—
γιαχνιστός
—
εκφώνηση
—
αγευστί
—
ομφαλίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,