|
рассёдлывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассёдлывать? — αποσελλώνω как с (ново)греческого переводится слово αποσελλώνω? — рассёдлывать — μετειδίκευση — συγκρίσιμος — κλίνη — απώγων — ξαρροβωνιάζω — απαιτητής — τεντζέρια — χρωμάτισμα — πικρότητα — κατάβαθα — επιβαίνω — ανύπαρχτος — καταλαμβάνω — κοχλιοειδής — απλοχωριά — υαλοσκεπής — διπλοχαιρέτισμα — αμαξουργία — ντοματίτσα — τσαχπινογαργαλιάρης — διδασκάλισσα |
|||