|
родной по крови, единокровный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родной по крови? — ταυτόαιμος как на (ново)греческом будет слово единокровный? — ταυτόαιμος как с (ново)греческого переводится слово ταυτόαιμος? — родной по крови, единокровный — δυσπεψία — τολμητίας — εριστής — παφλάζων — καρκννολογία — ελευθεροτεκτονισμός — κάθισμα — ηλιόφωτος — απλοχερίζω — οδόσημο — σταλικοποδιάζω — ραπανόσουπα — καλαναρχίζω — απογαλουχισμός — στραβομουτσούνιασμα — κοχλιοστρόφιον — εμβλέπω — συμπεθεριό — αόριστος — αγριομιλώ — γατσιόμαλλα |
|||