|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παιδεύομαι? — — οινοπνευματόμετρο — αιματόσταση — ψαύση — κτίση — κεφαλάρι — ακομπανιαμέντο — ψυχομαραίνομαι — κλοτσίδι — αυτομόλησία — υδρονομικός — λοιμώδης — τριχοειδής — πασχαλιάτικα — ζωολόγος — καρμίρα — αποκαρδίωση — παλάβρα — γεννητικός — ναύδετον — εκκύβευση — ουλτιμάτο |
|||