παιδεύομαι

формы словаβ
παιδεύομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово παιδεύομαι? —


οινοπνευματόμετροαιματόστασηψαύσηκτίσηκεφαλάριακομπανιαμέντοψυχομαραίνομαικλοτσίδιαυτομόλησίαυδρονομικόςλοιμώδηςτριχοειδήςπασχαλιάτικαζωολόγοςκαρμίρααποκαρδίωσηπαλάβραγεννητικόςναύδετονεκκύβευσηουλτιμάτο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit