|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιπαντέλαιο? — — ζώστρα — χαλαρώνω — φοράω — μαναβέλλα — αποβδόμαδα — γιαρές — αβάκιον — όχθριτα — ψαλτός — βαρίτης — βιδωτός — κεραυνόπληκτος — μαλακία — φοροδιαφεύγω — αναθεμελίωση — απανεμίζω — πολυκάνδηλο — σφουγγαρίζω — υαλόφρακτος — θριαμβεύω — νεφοσκεπής |
|||