|
насмешливый; издевательский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насмешливый? — περιπαικτικός как на (ново)греческом будет слово издевательский? — περιπαικτικός как с (ново)греческого переводится слово περιπαικτικός? — насмешливый, издевательский — αναψυκτικό — διασταλτικό — αυθαίρετος — διεξοδικότητα — παραβάτις — ακρολιμνιά — αφιλομουσία — άλλαχτος — μέγγενη — συγκυβέρνηση — τσουκανίζω — βράση — αμούργη — θάνατος — φιλολογω — αναδρομάρης — αναιμάκτως — οικοδιδάσκαλος — ενωτικός — βάσκαμα — ανημέρευτος |
|||