|
строиться, строить себе (жилище) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строиться? — αυτοστεγάζομαι как на (ново)греческом будет слово строить себе? — αυτοστεγάζομαι как с (ново)греческого переводится слово αυτοστεγάζομαι? — строиться, строить себе — σερπετό — αλαμπουρνέζικος — αποκλείνομαι — έγνων — έγχυση — αποθαμάζω — αναθαρρώ — διαλλακτικός — ματαρχίζω — πανηγυρήσιος — διαχείριση — κακία — κλειστός — δυναστεύω — καλορίζικος — Ρουμανίδα — αδιαβατικά — γαλακτοκομείο — ταχυβολία — ανωνυμογραφώ — τοποθεσία |
|||