|
η 1) сок (или настой) алоэ; 2) горечь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сок алоэ? — αλοή как на (ново)греческом будет слово горечь? — αλοή как с (ново)греческого переводится слово αλοή? — сок алоэ, горечь — μυστικότητα — καταναλωμένος — βλακίζω — περιγεγραμμένος — φίνα — επιπλοποιία — δημοκόπος — νομός — προσηλώνομαι — παππουδίστικος — εβραΐστρια — ανίατος — τζιντζερόσουπα — μπεκρόμουτρο — περιποιούμαι — αποκτάω — κατασιγαστήρας — λουσαρίζω — μοτοσυκλετιστής — αυτοβδελυγμία — χρυσαφύς |
|||