|
(-εως) η тёлка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тёлка? — δάμαλις как с (ново)греческого переводится слово δάμαλις? — тёлка — αντιπροτείνω — απομιμητικός — εκπέταση — θύλακος — δικονομικά — απόλαμπρα — άθλος — οξυβόας — παρακμή — λοίδορος — ενδώσμωσις — περικόχλιο — περιρραφή — υπαστυνόμος — λιώμα — λιθανθρακόπισσα — πολύκαρπος — αμπελοκτηματίας — ασαπούνιστος — κατεχόμενα — σπαθάτος |
|||