|
το стропило; ферма; ~ γέφυρας — ферма моста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стропило? — ζευκτό как на (ново)греческом будет слово ферма? — ζευκτό как с (ново)греческого переводится слово ζευκτό? — стропило, ферма — ρακιτζοκάζανο — κουπί — μακροθυμώ — αλισσιβιάζω — σταμπάτος — αισθητικά — συγγραφέας — μεταμοντέρνος — επικήρυξη — θανή — αποκρυσταλλώνομαι — ξακολουθώ — σκούδον — ενοικιάστρια — ρητορεύω — αιγύπτιος — πολυλαλία — αμπελουργικά — πικετοφορία — χειρότερος — αχρωμία |
|||