|
ржать (о лошади) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ржать? — χρεμετίζω как с (ново)греческого переводится слово χρεμετίζω? — ржать — σωληνώδης — εργος — δενδρόλιθος — απαγωγός — κανάγιας — υαλογράφος — ζαμπονοτυρόπιτα — αναπαραγωγικός — μαντίλα — διάβαση — εσώθην — δέντρωμα — γενετικός — ξυλόσοφος — φθορά — ερωτοτροπία — μεσοζωϊκός — βολιδόσχοινον — μέ — σύνταγμα — γέρικος |
|||