|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρετσινόκολλα? — — ψιλικατζίδικο — ζούπηγμα — φυλετικότητα — κουμπουριά — αβούλιαχτος — συνεπάγομαι — ακόλουθο — χαλκωματάδικο — τυφλίτης — συνθετήριο — μεταξοπαραγωγός — έκχυτος — λαλαγκόψωμο — τρωγλοδυχώ — αλληλογραφία — αποσταθεροποιητικά — κρατέρωμα — αναγεννήτρια — εκφώνημα — μπλαστρώνω — αρθρόποδα |
|||