Новогреческий словарь
άλκαλι
άλκαλι
(-εως) τό хим.
щёлочь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
щёлочь
? —
άλκαλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
άλκαλι
? — щёлочь
#
(ново)греческий словарь
—
θούριο
—
σφαδασμός
—
φυλάκιο
—
ηγαλλίασα
—
κατσικοπόδαρη
—
εξομολόγος
—
ριγηλός
—
κύρις
—
ποριστικός
—
πλατυκεφαλία
—
αρτοζαχαροπλαστείο
—
ανυψωτήρας
—
ξυστήρα
—
τελευταίος
—
δανειολήπτης
—
προλετάριος
—
ακλησίαστος
—
λεονταρισμός
—
συγχορδία
—
γέρι
—
εφκιέμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,