Новогреческий словарь
φορτηγό
φορτηγό
το 1)
грузовое судно
;
2)
грузовик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грузовое судно
? —
φορτηγό
как на
(ново)греческом
будет слово
грузовик
? —
φορτηγό
как с
(ново)греческого
переводится слово
φορτηγό
? — грузовое судно, грузовик
#
(ново)греческий словарь
—
παραληρηματικώς
—
ταντάλιο
—
άβγαλτος
—
τεχνητό
—
πύρα
—
ουριοδρομώ
—
ραχάτ-λουκούμι
—
υδροδοχείο
—
θεσσαλικά
—
κυνισμός
—
διαμέτρημα
—
αντισπαθισμός
—
καταπλακώνω
—
τσόκαρο
—
απαιτούμενα
—
σπιθοβολιά
—
ψήστρια
—
ξινάδα
—
αιχμαλωτίζομαι
—
αμοιβάδα
—
μασκαρατζίκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве