|
зимний; τά ~α — а) зимняя одежда; б) зимние постельные принадлежности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зимний? — χειμωνιάτικος как с (ново)греческого переводится слово χειμωνιάτικος? — зимний — νανοφυής — φωτοηλεκτρισμός — ριζώννομαι — αριθμομάντης — συγκατάνευση — διαβολοπόνηρος — μηχανοστάσιο — ενέταμον — αυτοκυβερνιέμαι — χρωματώ — ιόντωση — ρούβλιο — ανάκαρα — κελεπούρι — ενδεκάς — μπόρα — απηλλαγμένος — καπνοβιομηχανία — κόρωμα — αφεντικό — Πειθώ |
|||