|
козий; ~ο γάλα — козье молоко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово козий? — γιδήσιος как с (ново)греческого переводится слово γιδήσιος? — козий — αφιόνι — κουστούμι — αποβλητικός — μάρκο — εστέρες — ραδιοδέκτης — απικρος — άνανδρος — συνδικία — αξούρηγος — αστεράτος — νεοπλασία — εθνικοσοσιαλιστής — πλαταράρια — ανακαινίζω — επισκοπή — αθεολόγος — ολόκαινος — υποτασικός — οχληρότητα — διασταυρούμενός |
|||