Новогреческий словарь
μελωμένος
μελωμέν|ος
прям., перен.
медовый
;
χαλβάς ~ — медовая халва
;
χείλια ~α — медовые уста
;
~ο στόμα — говорящий сладкие речи, сладкоречивый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
медовый
? —
μελωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μελωμένος
? — медовый
#
(ново)греческий словарь
—
ανάκουος
—
σοφιστής
—
αχάριστος
—
τοπικιστής
—
προκάρδιος
—
αυτοθέλητος
—
εκτροπίας
—
ανεπαίσχυντα
—
οικονομιούμαι
—
γούπατος
—
συντακτικός
—
τσέρκι
—
μίμηση
—
θαλοσσοφουρτούνα
—
ανεμοφράχτης
—
συντάκτης
—
λεβέτι
—
έκπληξη
—
αμορόζα
—
μεγαλόφρων
—
αζητησία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω