|
(-ιδος) η коренная жительница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коренная жительница? — κατοικοδημότις как с (ново)греческого переводится слово κατοικοδημότις? — коренная жительница — καρπισμένος — ζουρλαμάρα — πουριάζω — ελάτι — πρωτοσύγκελλος — αζύγωτος — ακηλίδωτος — ρεγουλάρω — αζύγιαστα — ξεστούπωμα — ηθώ — μουσικομανία — συστηματική — σποροκαθαριστήριο — ετερότροπος — επινεφρίδιο — γοργοποδίζω — ανεντρόπιαστος — καπνοκοπτικός — αεροναυτικός — ξυρόν |
|||