|
(-εως) η уст. полировка, шлифовка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полировка? — επιλείανση как на (ново)греческом будет слово шлифовка? — επιλείανση как с (ново)греческого переводится слово επιλείανση? — полировка, шлифовка — ανασύνταξη — χρυσοχοείο — άπειρος — ιππεύς — αναδέχομαι — ένζυμος — καημός — ευρυμάθεια — εξαναγκάζομαι — αναπλάττω — λογομαχώ — φυτοβιολογία — αλειμματοκέρι — ἀνάστημα — συμπολεμιστής — θεσπίζω — εμπόλεμος — προσωπικό — τελωνοσταθμάρχης — συναδελφότητα — κάλλιστος |
|||