επιλείανση

формы словаβ
επιλείανση
(-εως) η уст. полировка, шлифовка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово полировка? — επιλείανση
как на (ново)греческом будет слово шлифовка? — επιλείανση
как с (ново)греческого переводится слово επιλείανση? — полировка, шлифовка


ανασύνταξηχρυσοχοείοάπειροςιππεύςαναδέχομαιένζυμοςκαημόςευρυμάθειαεξαναγκάζομαιαναπλάττωλογομαχώφυτοβιολογίααλειμματοκέριἀνάστημασυμπολεμιστήςθεσπίζωεμπόλεμοςπροσωπικότελωνοσταθμάρχηςσυναδελφότητακάλλιστος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit