διέρρηξα

формы словаβ
διέρρηξα
αόρ. от διαρρηγνύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διέρρηξα? —


δόσιαχαμαλίκασυνολικόςδοκησίσοφοςγλοιφόςσακχαρίνητιμοκατάλογοςαρκτικόςεμπράγματοςκλεψιμαίκοςπτυσμόςενσπέρματοςγουναρικήπροϊώναφεντεύωπιανιστικάφατριαστικόςαυτοματικήκατάστεγνοςκατραμώνωκάρφωμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit