|
αόρ. от διαρρηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέρρηξα? — — δόσια — χαμαλίκα — συνολικός — δοκησίσοφος — γλοιφός — σακχαρίνη — τιμοκατάλογος — αρκτικός — εμπράγματος — κλεψιμαίκος — πτυσμός — ενσπέρματος — γουναρική — προϊών — αφεντεύω — πιανιστικά — φατριαστικός — αυτοματική — κατάστεγνος — κατραμώνω — κάρφωμα |
|||