|
η гуммилак; шеллак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гуммилак? — λάκα как на (ново)греческом будет слово шеллак? — λάκα как с (ново)греческого переводится слово λάκα? — гуммилак, шеллак — μουσοτραφής — μαξιλλαράκι — αμάτιαχτος — επιπολαιότητα — ιδιοκτήτρια — καταψιά — συνταγολογία — αλωνότοπος — ενενήκοντα — απροσχημάτιστος — ζ — σταυλάρχης — χαλεπός — θηριωδία — βοϊδομάτης — ευνοούμενος — ανατομία — ωφέλιμο — θεράπων — αλκάλωσις — περιβρέχω |
|||