|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στοματολογικός? — — μπεμπέκα — άξαφνο — ξαρμάτωτος — φυτοκόμος — αρχάρης — βρωμο- — ρεγχάζω — εξωσωματικός — αστοχάω — ισοψηφώ — αναπέφτω — επεβλήθην — αραθυμώνω — μούσμουλο — σποδός — ελληνόπαις — λυχνία — πληροφορημένος — υπογεγραμμένος — επ'αυτοφώρω — οξύς |
|||