|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κολάρο? — — τσινιάρικος — κινώ — πεπονόφλουδα — τριχάρα — πωλώ — παρακμάζων — νογάω — αναρχικότητα — εργατοϋπάλληλος — αφρικάνα — αλλιώτικος — γαστρεκτομή — σαπρός — ώμος — ακρογιάλι — ανάγυρτος — απονηρευσία — έκπτωτος — αγλίτωτος — λάρα — Αγαθοκλής |
|||