|
ο ист. подрядчик (сбора десятины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подрядчик? — μουλτεζίμης как с (ново)греческого переводится слово μουλτεζίμης? — подрядчик — χυδαιότητα — εξαμερικανίζω — χορεύγω — μοσκοβολώ — ταμπούρι — πυροφάνι — αποκαπνισμός — ρήγα — πρόρρηση — σωληνώνω — απήδητος — σάτιρα — γκαγκαλίδα — κατηφορίζω — καθαριστής — ευγενής — αξιοτιμώρητος — σκωληκοτρόφος — λυχνίον — φθόνος — θεριστικότητα |
|||