|
αόρ. от μπαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπήκα? — — λουλάς — αρριβίστρια — αδιαφιλονίκητα — μπότσα — σημίτι — μαύρη — μπαρμπαλιάς — προβάλλω — καλογερίστικος — καμπυλοειδής — επιτολή — επίδρομος — αναστεναγμός — δίζυγο — αψιλος — θερμάστρα — κατατάζομαι — ροδώνας — ατομικιστής — παραδώ — εξύψωση |
|||