διαδρομέας

формы словаβ
διαδρομέας
(-έως) ο мор. лёгкий крейсер



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово лёгкий крейсер? — διαδρομέας
как с (ново)греческого переводится слово διαδρομέας? — лёгкий крейсер


συνεχίζομαιλειξιάρηςσπαρακτικόςηδονοθήραςανάφλεξηστιβάδαυδροσκόποςχαρτομάντισσααλεξιβρόχιοκυστεοσκόπιοαλεξίφωτονγλωσσοδέτιακλειστοςαποσκυβάλισμαλαναριστήριονσκουτεράκιμακροκεφαλίαετερότροποςοκνόςερατεινόςπεσιμιστικά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit