|
το комендатура; υπηρεσία στό ~ — гарнизонная служба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово комендатура? — φρουραρχείο как с (ново)греческого переводится слово φρουραρχείο? — комендатура — παραστρατημένη — ψυχοπλακώνομαι — τύμπανο — νύφη — τουρκόσπερμα — μουσαμαδιά — εγχώριος — αυτοκατοπτρίζομαι — εννεαπλασιασμός — τετράδιπλος — υπερδιέγερση — σμιλάρι — ναυκληρία — δρόσος — εγχειρήσιμος — γναφέας — πρωτοπορεία — μάσε — πλεγμάτι — ταχυνός — χρυσόβουλο |
|||