|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κανάκεμα? — — χολοσκάζω — ύβρις — αναφλεκτήρας — παραποιώ — ανακριτικός — φαεινή — χαράδρα — ισχυρά — χωνάκι — καφτός — αμασκάρευτος — εκμανθάνω — επταμελής — ανενοίκαστος — ανήκω — ζητητικός — βιβλιονόμος — εναγκάλισμα — ελλειμματικά — αδερφικός — λευκορωσικός |
|||