|
η гнусавость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гнусавость? — στοματολολία как с (ново)греческого переводится слово στοματολολία? — гнусавость — εξάχρονος — αποβιταμινωμένος — κοζακλαριώτικος — συχυσμένος — αερόσφυρα — υπαναχώρηση — αρτηριοσκληρωτικός — γάβαλλο — κυρίαρχος — κοσκινισμένος — θεουργία — ξυλίζω — μακροσκοπία — τάγγιση — αμωλώπιστος — ορφικός — μητρικός — σπαγκοραμμένος — κολάνι — γομάρια — διαμαντένιος |
|||