Новогреческий словарь
απόβρασμα
απόβρασμα
το 1)
накипь; пена
;
2) презр.
подонок
;
κοινωνικά αποβράσματα — подонки общества
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
накипь
? —
απόβρασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
пена
? —
απόβρασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
подонок
? —
απόβρασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
απόβρασμα
? — накипь, пена, подонок
#
(ново)греческий словарь
—
κρεβατοκάμαρη
—
αλειμματοκέρι
—
διαστασιοποιούμαι
—
αμπελόφυτος
—
φλουρί
—
ενδοτικότητα
—
εκδοροσφαγέας
—
σεχταριστής
—
μυθολογικός
—
επειγόντως
—
μονοπλεύρως
—
αποπληρώνω
—
χιονοκύλισμα
—
αδεκάτιστος
—
γιγαντούμαι
—
παραβάλλω
—
γριτσανίζω
—
κουρώ
—
κοντολαίμα
—
γραφόριο
—
απροσδόκητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве