|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καναδέζικος? — — ζυμάρι — αποπίπτω — αρχαιολόγος — αλεξίπυρος — γκάλοπ — αγρικώ — φαρμακάδα — κρυφτός — πετεηνά — αγριόβουνο — γυμνόστερνος — αρμόζων — βιομετρία — βρετός — πολτοποιώ — διεύρυνση — ντόκ — αργοπάτημα — αναπορρόφητος — ασκηταριό — εξαφάνιση |
|||