|
το шкура; === γλυτώνω τό ~ μου — спасать свою шкуру; νοιάζομαι γιά τό ~ μου — заботиться о своей шкуре; φυλάω τό ~ μου — дрожать за свою шкуру; τού άργασαν τό ~ — [phrase]его избили в кровь[/phrase]; τόν τρώει τό ~ του — [phrase]по нём палка плачет[/phrase]; θά πουλήσω ακριβά τό ~ μου — [phrase]я им дёшево не дамся[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шкура? — τομάρι как с (ново)греческого переводится слово τομάρι? — шкура — υπόστρωμα — τάς-κεμπάπ — διάστερος — γεζουίτης — φθογγογραφία — προθετικός — μαδαρότης — παπαδοπούλα — αξερρίζωτος — διασκευάζω — προδότισσα — ψηφοδόχος — ετερόχειρ — ανάστηθος — προφορικά — ελεφαντοστό — θρομβοκυττάρωση — αληθοφάνεια — γναθικός — τσίριγμα — ρυθμολογία |
|||