Новогреческий словарь
τομάρι
τομάρι
το
шкура
;
===
γλυτώνω τό ~ μου — спасать свою шкуру
;
νοιάζομαι γιά τό ~ μου — заботиться о своей шкуре
;
φυλάω τό ~ μου — дрожать за свою шкуру
;
τού άργασαν τό ~ — [phrase]его избили в кровь[/phrase]
;
τόν τρώει τό ~ του — [phrase]по нём палка плачет[/phrase]
;
θά πουλήσω ακριβά τό ~ μου — [phrase]я им дёшево не дамся[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шкура
? —
τομάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τομάρι
? — шкура
#
(ново)греческий словарь
—
ενάγω
—
βδέλλα
—
τσίφ
—
σχοινοβάτισσα
—
ψευτίζω
—
προεισαγωγή
—
ιικός
—
πεζή
—
ξαναπαίρνω
—
γερμανισμός
—
φέρετρο
—
κελάρισσα
—
διάκος
—
οδοντοκεραμική
—
φλαμπουριάρης
—
καραβοτσακίζομαι
—
γιουβετσάκι
—
μεγαλοεπιχειρηματικός
—
αντιποιούμαι
—
αρκτόμυς
—
τριχοειδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве