τομάρι

формы словаβ
τομάρι
το шкура;

===
          γλυτώνω τό ~ μου — спасать свою шкуру;
          νοιάζομαι γιά τό ~ μου — заботиться о своей шкуре;
          φυλάω τό ~ μου — дрожать за свою шкуру;
          τού άργασαν τό ~ — [phrase]его избили в кровь[/phrase];
          τόν τρώει τό ~ του — [phrase]по нём палка плачет[/phrase];
          θά πουλήσω ακριβά τό ~ μου — [phrase]я им дёшево не дамся[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово шкура? — τομάρι
как с (ново)греческого переводится слово τομάρι? — шкура


υπόστρωματάς-κεμπάπδιάστεροςγεζουίτηςφθογγογραφίαπροθετικόςμαδαρότηςπαπαδοπούλααξερρίζωτοςδιασκευάζωπροδότισσαψηφοδόχοςετερόχειρανάστηθοςπροφορικάελεφαντοστόθρομβοκυττάρωσηαληθοφάνειαγναθικόςτσίριγμαρυθμολογία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit