Новогреческий словарь
καλόμοιρος
καλόμοιρ|ος
счастливый, удачливый
(о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
счастливый
? —
καλόμοιρος
как на
(ново)греческом
будет слово
удачливый
? —
καλόμοιρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλόμοιρος
? — счастливый, удачливый
#
(ново)греческий словарь
—
διμεταλλικός
—
υποστύλωση
—
χιλιόστρεμμα
—
ψάχνομαι
—
αυξομειούμαι
—
αποχρεμπτικός
—
αρβύλη
—
κήπευσις
—
αστήρ
—
λευκαίνω
—
παγκόσμιος
—
κάρο
—
Γεωργιανός
—
πραγματοκρατικός
—
απεραντολογία
—
ανεβόλιασμα
—
κυανίτης
—
εξοφλήσιμος
—
αδαμαντοκόσμητος
—
ασωτεία
—
μεμέ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,