|
το шепелявость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шепелявость? — ψεύδισμα как с (ново)греческого переводится слово ψεύδισμα? — шепелявость — εκδοχή — παρουσία — ανήρεσα — αυτοδιοίκηση — αδροκαμωμένος — εκμετρώ — άκλητος — ειρηνοδίκης — ανθρωποσφαγή — αποδέκτης — ευρετικός — άρμη — αιματοσκοπία — διβάνι — αναρροφητήρας — εκχώρηση — εύπεπτος — επίκριμα — δισχιδής — αποφυγή — προτερόχρονος |
|||