|
η знамя, флаг, стяг; === σηκώνω ~ — восставать, поднимать знамя мятежа; ο καθένας έχει δική του ~ (или την ~ του) — [phrase]у каждого своя дорога[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знамя? — μπαντιέρα как на (ново)греческом будет слово флаг? — μπαντιέρα как на (ново)греческом будет слово стяг? — μπαντιέρα как с (ново)греческого переводится слово μπαντιέρα? — знамя, флаг, стяг — κατουρλόκαιρος — ψειρόχορτο — μοντερνιστικός — επίνειο — αιματοκρίτης — βελονιά — ψηλόλιγνος — διεκδικούμενος — ειδική — πανθεϊστής — τινάσσω — αβατσίνιαστος — κινητική — ντροπαλός — μηδένιση — ήχθην — φορμαλίστρια — προπολεμικός — έμμουσος — μετεργασιακός — ζυγοδέτης |
|||