|
το церк. епитрахиль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово епитрахиль? — περιτραχήλιον как с (ново)греческого переводится слово περιτραχήλιον? — епитрахиль — κιλότα — στύπωμα — παράγων — αεριοφυλάκιο — διατηρησιμότητα — ξενοκοιμούμαι — μπριζόλα — τραβιουμαι — γλυκαχός — αρίφνητα — διαλέγω — ψυχομάντις — μουχρός — ξυλοδεσιά — επαίρω — μανομετρικός — κατής — κουτιαίνω — αστράβωτος — εξηνταριά — αχτιδωτός |
|||