|
το 1) палеонт. мегатерий; 2) перен. громадина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мегатерий? — μεγαθήριο как на (ново)греческом будет слово громадина? — μεγαθήριο как с (ново)греческого переводится слово μεγαθήριο? — мегатерий, громадина — μουντζουρωμένος — ανασωσμός — λεβάρισμα — εξολοθρευτικός — γοργοπέραστος — ντεκρεσέντο — εραστής — σύστροφή — πετεινοκεφαλή — βασιλοπούλα — βυζαντινός — καλλιεργητής — πόλκα — νομισματοδέκτης — γρικω — διασφίγγω — μακρομούρης — αναδιψία — αποσκεύαση — μονιμότητα — αλογινός |
|||