|
η оптимистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оптимистка? — οπτιμίστρια как с (ново)греческого переводится слово οπτιμίστρια? — оптимистка — ασύστατο — γουτταπέρκα — ξακουστός — βρολβός — ασπρόμαυρος — δοκανίκι — βιομηχανοπονήσιμος — συγκατοικώ — μιντέρι — σαμόλαδο — αμινοβενζόλιο — σαββατογεννημένος — αντανακλαστήρας — διαπλανητικός — χρύσωμα — καλόβραστος — ανατροπή — σκοτίζω — λιμοκοντόρος — αρχίνισμα — πολλαπλούς |
|||