Новогреческий словарь
Ινδονήσιος
Ινδονήσι|ος
ο
нндонезиец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нндонезиец
? —
Ινδονήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
Ινδονήσιος
? — нндонезиец
#
(ново)греческий словарь
—
αδιατρύπητος
—
χοντροπόδαρος
—
μονοιασμένα
—
ανεκφώνητος
—
δυνατός
—
κοστούμι
—
αβερταρία
—
αυτοδύναμα
—
ακατάδεκτος
—
ψαρομανάβης
—
εκβίαση
—
ψωμιέρα
—
πλουσιόδωρος
—
δυναμογεννήτρια
—
μάσε
—
απάντηση
—
πολυσύχναστος
—
Δανέζα
—
έδαφος
—
μπάνιο
—
αστικοδημοκρατικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве