|
το автодром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автодром? — αυτοδρόμιον как с (ново)греческого переводится слово αυτοδρόμιον? — автодром — σκιαγραφικό — μηλόπιτα — βελτιώνομαι — αφηγηματικά — συνταραχτικός — πυριγενής — γεφυροπλάστιγγα — ευδιάβατος — λάμα — δεξιοτεχνικός — παιδισμός — ψαλμωδικός — ανάγραπτος — μηλίτης — δαχτυλιδένιος — ρουχάλα — πιί — ισοτελής — επέσχον — θαφτικά — μήκος |
|||