Новогреческий словарь
ψαλίδι
ψαλίδι
το 1)
ножницы
;
2)
стропило
;
===
εχει καλό ~ — [phrase]он хороший закройщик[/phrase]
;
~ πάει η γλωσσά του — [phrase]язык у него без костей[/phrase]
;
δουλεύει ~ πού πάει καπνός — [phrase](цензура) кромсает - аж дым идёт[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ножницы
? —
ψαλίδι
как на
(ново)греческом
будет слово
стропило
? —
ψαλίδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψαλίδι
? — ножницы, стропило
#
(ново)греческий словарь
—
δικαιοδότης
—
φυλάκιο
—
ενδιαιτώμαι
—
στοιχείο
—
έξη
—
στρέφομαι
—
εταιρεία
—
ανεύρυσμός
—
γκρημνός
—
κουμπαρούλι
—
αποξεχνιέμαι
—
οικοτεχνία
—
ταπέτο
—
γρυμέα
—
δύσμοιρος
—
αγανός
—
γραμματέας
—
οξύγλυκος
—
παπυρολογία
—
ευεπίφορος
—
επικυρωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω